ἐνδελεχίζω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
= ἐνδελεχέω, persevere, ἐν φιλοσοφίᾳ Epicur.Fr.195, cf. LXX Si.9.4:—Pass., fut. -ισθήσομαι Hsch.
Spanish (DGE)
I intr.
1 perseverar en c. dat. o giro prep. ὁ ἐνδελεχίζων ψεύδει el que persevera en la mentira LXX Si.20.25, εἰς κακά LXX Si.12.3.
2 detenerse, pasar el tiempo, entretenerse con c. giro prep. μετὰ ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ἐνδελέχιζε LXX Si.37.12, μετὰ ψαλλούσης μὴ ἐνδελέχιζε no te entretengas con la cantora LXX Si.9.4, εἰς μέσον δὲ διανοουμένων ἐνδελέχιζε LXX Si.27.12, cf. Ep.Clem.Virg.2.13
•en v. med.-pas. ser objeto de entretenimiento ἄνθρωπος ἄχαρις ... ἐν στόματι ἀπαιδεύτων ἐνδελεχισθήσεται LXX Si.20.19.
3 c. suj. de cosa hacer perder el tiempo, entretener τοῦτο γὰρ ἐνδελεχιεῖ T.Leu.9.9
•en v. med. mismo sent. ταῦτα γὰρ ἐν καρδίᾳ ἀφρόνων ἐνδελεχίζεται Ephr.Syr.3.89d.
II tr. mantener durante un tiempo en v. pas. τὸ καστόριον ... ἐπὶ τῶν διαλειμμάτων ἐνδελεχισθέν ἤρκησεν Aët.8.63.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχίζω: ἐνδελεχέω, ἀμετάβ. Ἑβδ. (Σειράχ. Θ΄, 4).
Greek Monolingual
ἐνδελεχίζω (AM)
1. επιμένω («ἐνδελεχίζω ἐν φιλοσοφίᾳ»)
2. συναναστρέφομαι («μετὰ γυναικῶν καὶ μάλιστα ἀσέμνων οὐκ ἐνδελέχιζε»).