ἐντελέχεια

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντελέχεια Medium diacritics: ἐντελέχεια Low diacritics: εντελέχεια Capitals: ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ
Transliteration A: entelécheia Transliteration B: entelecheia Transliteration C: entelecheia Beta Code: e)ntele/xeia

English (LSJ)

ἡ, (ἐντελής, ἔχειν) entelechy, complete realization, final act, full realization, opp. δύναμις, ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος Arist. de An.412a27; ὑπὸ τοῦ ἐντελεχεία ὄντος τὸ δυνάμει ὂν γίνεται Id.GA734a30; distinguished from ἐνέργεια, actuality, opp. activity, Id.Metaph.1050a23, Ph.257b8, cf. Ph.1.625 (ἐνδελέχεια codd.), Plot.4.7.8; later, τὸ ᾠὸν κατὰ δύναμιν μέν ἐστι νεοσσός, κατ' ἐντελέχειαν δὲ οὐκ ἔοτιν S.E.M.10.340, cf. Theo Sm.p.37 H.: confused with ἐνδελέχεια (q.v.) by Cic.Tusc. 1.10.22, Luc.Jud. Voc.10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: frec. confundido c. ἐνδελέχεια q.u.
fil.
1 acto op. δύναμιςpotencia’ ἔστι δ' ἡ μὲν ὕλη δύναμις, τὸ δ' εἶδος ἐ. Arist.de An.412a10, τὸ γὰρ δυνάμει ὂν καὶ μὴ ἐντελεχείᾳ lo que existe en potencia y no en acto Arist.Metaph.1007b28, τὸ ᾠὸν κατὰ δύναμιν μέν ἐστι νεοσσός, κατ' ἐντελέχειαν δὲ οὐκ ἔστιν el huevo es en potencia un pollito, pero no existe en acto S.E.M.10.340, cf. Theo Sm.33, Ph.1.10
acto, hecho (ὁ μώλωψ) ὑπὸ γὰρ ἐντελεχείᾳ οὔσης τῆς μάστιγος γίνεται (la magulladura) se produce por el hecho de existir un látigo Thphr.Fr.16.
2 dif. de ἐνέργεια acto culminado, resultado de la actividad διὸ καὶ τοὔνομα ἐνέργεια λέγεται κατὰ τὸ ἔργον, καὶ συντείνει πρὸς τὴν ἐντελέχειαν por eso el término actividad deriva de acto y tiende al acto culminado Arist.Metaph.1050a23, cf. 1047a30, ἐ. ἐστι τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἡ ἐνέργεια καθ' ἣν ὁρᾷ Nemes.Nat.Hom.2.95.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, die Thätigkeit, Wirksamkeit, das wirkliche Thätigsein, im Gegensatz der bloßen δύναμις, Arist. öfter, der z. B. de anim. 2, 1 ὕλη u. δύναμις dem εἶδος u. ἐντελ. entgegensetzt; so auch Sezt. Emp. u. Plut. Das adj. ἐντελεχής kommt nicht vor, aber

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
entéléchie : activité, énergie agissante et efficace (p. opp. à ὕλη, la matière inerte, à δύναμις, la puissance et à ἐνέργεια, énergie agissante mais qui peut ne pas aboutir).
Étymologie: ἐν, τέλος, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντελέχεια: ἡ филос. энтелехия, полное раскрытие внутри заложенной цели, т. е. законченная (полная) действительность, осуществленность: τοῦ δυνάμει ὄντος λόγος ἡ ἐ. (ἐστιν) Arst. основание того, что существует в возможности, есть энтелехия; ἐνέργεια συντείνει πρὸς τὴν ἐντελέχειαν Arst. деятельность тяготеет к действительности; τὸ ᾠὸν κατὰ δύναμιν μέν ἐστι νεοσσός, κατ᾽ ἐντελέχειαν δ᾽ οὐκ ἔστιν Sext. яйцо является птенцом в возможности, но не энтелехиально.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντελέχεια: ἡ, ἡ πραγματικὴ ὕπαρξις, ἡ πραγματικότης, ἡ ἀπόλυτος ὕπαρξις πράγματός τινος, τὸ ἐν ἐνεργείᾳ ὑπάρχον, ἡ ἐνέργεια, Λατ. actus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δύναμις, Λατ. potentia, φιλοσοφικὴ λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅστις καλεῖ τὴν ψυχὴν ἐντελέχειαν τοῦ σώματος, διὸ ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος π. Ψυχῆς 2. 1, πρβλ. ὡσαύτως Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 9., 8. 8, 11, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἐνέργεια ΙΙ: - οὕτω παρὰ μεταγεν. κατ’ ἐντελέχειαν πράγματι, ἐνεργείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυνάμει, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 340 (πρβλ. τὴν λέξιν δύναμις ΙV). Περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλας ἀναφορᾶς τῶν λέξεων ἐντελέχεια καὶ δύναμις ἴδε Trentelenb. ἐν Ἀριστ. π. Ψυχ. σ. 295 κἑξ. - Εἶναι δὲ τελέως διάφορος τῆς λέξεως ἐνδελέχεια, διάρκεια (ἴδε τὴν λέξιν), ἂν καὶ αἱ δύο αὗται λέξεις συνεχέοντο καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ἀρχαίοις, Κικ. Tusc. 1. 10, Λουκ. Δίκ. Φων. 10, Γρηγόρ. Κορίνθου ἐν λ., πρβλ. Trendelenb. σ. 319. (Ἐκ τοῦ ἐν τέλει ἔχειν εἶναι ἐντελῆ ἢ ἀπόλυτον, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ νουνέχεια ἐκ τοῦ νουνεχὴς = νοῦν ἔχειν: ἀλλ’ ἐπίθ. ἐντελεχὴς οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ, διότι τὰ ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 10, 1 καὶ 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11. 11., 5. 1, 10 ἐντελεχής, -χῶς εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ ἐνδελεχής, -χῶς.

Greek Monolingual

η (Α ἐντελέχεια)
Ι. (στην αριστοτελική φιλοσοφία)
1. η πράξη που έχει ολοκληρωθεί και η τελειότητα που απορρέει απ' αυτή την ολοκλήρωση
2. η μορφή (είδος) ή η αιτία, ο λόγος που προκαλεί τη μετάβαση από την «δυνάμει» κατάσταση στην «ενεργεία» κατάσταση
ΙΙ. (κατά τον Λάιμπνιτς) όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες μονάδες, γιατί έχουν μέσα τους μια ορισμένη τελειότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εντελέχεια προέρχεται από τη φράση εντελές έχειν (πρβλ. νουνέχεια) και όχι από το επίθετο εντελεχής, γιατί τόσο το επίθετο όσο και το επίρρημα εντελεχώς είναι τύποι που δημιουργήθηκαν από σύγχυση της λ. εντελέχεια προς τον τ. ενδελέχεια, -χής, -χώς].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: philosophical notion, created by Aristotele, completion, fullness (opposed to δύναμις).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Compound from ἐντελες ἔχειν (cf. συνέχεια, συνέχεια a. o.), hardly from the rare and doubtful ἐντελεχής; the resemblanve to ἐνδελεχής, -εια has led to mistakes in the mss.. - See Diels KZ 47, 200ff., Ross comm. Metaphys. 2, 245, Festugière Révélation d'Hermes Trismégistes 111, 168 n. 6 and 257f.

Frisk Etymology German

ἐντελέχεια: {entelékheia}
Grammar: f.
Meaning: philosophischer Begriff, von Aristoteles geschaffen, Vollendung, Vollkommenheit, volle Wirklichkeit (Gegensatz δύναμις).
Etymology: Zusammenbildung aus ἐντελὲς ἔχειν (vgl. νουνέχεια, συνέχεια u. a.), kaum von dem sehr seltenen und überhaupt etwas fraglichen ἐντελεχής, das eher als Rückbildung zu betrachten ist. Die Ähnlichkeit mit ἐνδελεχής, -εια hat in den Hss. oft zu Verwechselungen geführt. — Einzelheiten, auch über die Wortbildung, bei Diels KZ 47, 200ff.
Page 1,524

Wikitionary EN

From Late Latin entelechia, from Ancient Greek ἐντελέχεια (entelékheia), coined by Aristotle from ἐντελής (entelḗs, “complete, finished, perfect”) (from τέλος (télos, “end, fruition, accomplishment”)) + ἔχω (ékhō, “to have”).

  1. (Aristotelian metaphysics) The complete realisation and final form of some potential concept or function; the conditions under which a potential thing becomes actualized.
  2. (specifically) In the metaphysics of Aristotle (384–322 BCE) and Gottfried Wilhelm Leibniz (1646–1716): a soul; a monad (Leibniz).
  3. (chiefly philosophy) A particular type of motivation, need for self-determination, and inner strength directing life and growth to become all one is capable of being; the need to actualize one's beliefs; having both a personal vision and the ability to actualize that vision from within.