ἀτρακτυλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(13_2)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ίδος, ἡ, auch ἀτρακτυλλίς geschrieben, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte, Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 4, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ίδος, ἡ, auch ἀτρακτυλλίς geschrieben, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte, Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 4, 52.
}}
{{ls
|lstext='''ἀτρακτῠλίς''': ἤ ἀτρακτυλλίς, ίδος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀκανθώδους ἔχοντος [[σχῆμα]] ἀτράκτου, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον ἀτράκτους, Carthamus Creticus κατὰ τὸν Sprengel, (τὸ δὲ Euonymus Europaeus [[εἶναι]] τὸ Ἀγγλ. Spindle-tree), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 49, Θεόκρ. 4. 52, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 6· ― «[[ἀτρακτυλίς]]· φυτὸν ἀκανθῶδες· οἱ δὲ τὴν ἀγρίαν κνῆκον» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp ἡ νεωτέρα [[ὀνομασία]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]] ἀτρακτύλι ἢ σταυραγκάθι.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρακτῠλίς Medium diacritics: ἀτρακτυλίς Low diacritics: ατρακτυλίς Capitals: ΑΤΡΑΚΤΥΛΙΣ
Transliteration A: atraktylís Transliteration B: atraktylis Transliteration C: atraktylis Beta Code: a)traktuli/s

English (LSJ)

or ἀτρακτυλλίς, ίδος, ἡ,

   A spindle-thistle, used for making spindles, Carthamus lanatus, Arist.HA627a8, Thphr.HP 6.4.6, Theoc.4.52(pl.), Dsc.3.93:—also ἀτρακτύαλος (leg.-τυλλος), Hsch.

German (Pape)

[Seite 388] ίδος, ἡ, auch ἀτρακτυλλίς geschrieben, ein distelartiges Gewächs, das man zu Spindeln brauchte, Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρακτῠλίς: ἤ ἀτρακτυλλίς, ίδος, ἡ, εἶδος φυτοῦ ἀκανθώδους ἔχοντος σχῆμα ἀτράκτου, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον ἀτράκτους, Carthamus Creticus κατὰ τὸν Sprengel, (τὸ δὲ Euonymus Europaeus εἶναι τὸ Ἀγγλ. Spindle-tree), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 49, Θεόκρ. 4. 52, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 6· ― «ἀτρακτυλίς· φυτὸν ἀκανθῶδες· οἱ δὲ τὴν ἀγρίαν κνῆκον» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Sibthorp ἡ νεωτέρα ὀνομασία τοῦ φυτοῦ τούτου εἶναι ἀτρακτύλι ἢ σταυραγκάθι.