ψαφαρός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] ion. [[ψαφερός]], was sich leicht zerreiben, zerbröckeln läßt, zerreibbar, dah. locker, morsch, auch zerrieben, zerbröckelt (ψάω); dah. von trockener, rauher Oberfläche, aufgesprungen, rissig, Mein. Euphor. p. 71; spröde, trocken, [[σποδός]] Aesch. Spt. 305; staubig, schmutzig, squalidus, [[κόμη]] Rufin. 37 (V, 72); [[κλάσμα]] Phani. 7 (VI, 304); [[νάρδος]] 10 (VI, 231); ἐπὶ ψαφαρὴν ἅλα ἀντλεῖν, sc. γῆν, Ep. ad. 34 (XII, 145). – Von Flüssigkeiten braucht es Galen. bei Ath. I, 26, vom Surrentiner Weine, ἀλιπὴς καὶ [[λίαν]] [[ψαφαρός]], etwa hart, rauh, wie säuerliche Weine sind.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] ion. [[ψαφερός]], was sich leicht zerreiben, zerbröckeln läßt, zerreibbar, dah. locker, morsch, auch zerrieben, zerbröckelt (ψάω); dah. von trockener, rauher Oberfläche, aufgesprungen, rissig, Mein. Euphor. p. 71; spröde, trocken, [[σποδός]] Aesch. Spt. 305; staubig, schmutzig, squalidus, [[κόμη]] Rufin. 37 (V, 72); [[κλάσμα]] Phani. 7 (VI, 304); [[νάρδος]] 10 (VI, 231); ἐπὶ ψαφαρὴν ἅλα ἀντλεῖν, sc. γῆν, Ep. ad. 34 (XII, 145). – Von Flüssigkeiten braucht es Galen. bei Ath. I, 26, vom Surrentiner Weine, ἀλιπὴς καὶ [[λίαν]] [[ψαφαρός]], etwa hart, rauh, wie säuerliche Weine sind.
}}
{{ls
|lstext='''ψᾰφᾰρός''': -ά, -όν, Ἰων. [[ψαφερός]], ή, όν, Ἱππ. [[ἔνθα]] κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, [[εὔθρυπτος]], [[ἀραιός]], κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἐδάφους, [[ἀμμώδης]], λεπτόγεως καὶ ψ. [[χώρα]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, [[αὐτόθι]] 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ [[ἀμμώδης]] παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, [[χαῦνος]], [[μαλακός]], ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., [[ἀραιά]], [[ὑγρά]], οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, [[ἀραιός]], [[ὑδατώδης]], Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ [[γλίσχρος]]· [[νάρδος]] Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, [[στυφός]], ὅτε συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[ἀλιπής]], Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. [[ψαθυρός]], 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. [[ψαθυρός]] ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰφᾰρός Medium diacritics: ψαφαρός Low diacritics: ψαφαρός Capitals: ΨΑΦΑΡΟΣ
Transliteration A: psapharós Transliteration B: psapharos Transliteration C: psafaros Beta Code: yafaro/s

English (LSJ)

ά, όν, Ion. ψαφερός, ή, όν, Hp. (v. infr.):—

   A friable, powdery, crumbling, σποδός A.Th.323 (lyr.), cf. Euph.50; κόνις AP 7.315 (Zenod. or Rhian.); ψαφαρόν, = ἁπαλόν, perh. of a fine powder, Pl.Com.118: freq. of soil, sandy, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Thphr. HP8.2.11; opp. ἀγαθή, ib.8.9.1 (Comp.); ἡ ψαφαρή the sandy shore, opp. ἅλς, AP12.145; ἐνὶ ψαφαρῇ Σαλαμῖνι Euph.30.    2 of loose texture, of the glands, the brain, Hp.Gland.1,10, Sor.1.12 (ψαθ- cod.), al.    3 of semi-liquids, thin, watery, διαχώρημα Hp.Coac.596; νάρδος AP6.231 (Phil.); πόλτος ψαφαρώτατος Sor.1.51 (ψαθ- cod.).    4 of wine, rough, dry, joined with ἀλιπής, Gal. ap. Ath.1.26d, cf. ψαθυρός.    5 metaph. of a serpent, χροιὴ ψ. dry, dusty-looking, Nic. Th.262.—Cf. ψαθυρός fin.

German (Pape)

[Seite 1392] ion. ψαφερός, was sich leicht zerreiben, zerbröckeln läßt, zerreibbar, dah. locker, morsch, auch zerrieben, zerbröckelt (ψάω); dah. von trockener, rauher Oberfläche, aufgesprungen, rissig, Mein. Euphor. p. 71; spröde, trocken, σποδός Aesch. Spt. 305; staubig, schmutzig, squalidus, κόμη Rufin. 37 (V, 72); κλάσμα Phani. 7 (VI, 304); νάρδος 10 (VI, 231); ἐπὶ ψαφαρὴν ἅλα ἀντλεῖν, sc. γῆν, Ep. ad. 34 (XII, 145). – Von Flüssigkeiten braucht es Galen. bei Ath. I, 26, vom Surrentiner Weine, ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρός, etwa hart, rauh, wie säuerliche Weine sind.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰφᾰρός: -ά, -όν, Ἰων. ψαφερός, ή, όν, Ἱππ. ἔνθα κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, εὔθρυπτος, ἀραιός, κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· συχνάκις ἐπὶ ἐδάφους, ἀμμώδης, λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, αὐτόθι 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ ἀμμώδης παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, χαῦνος, μαλακός, ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., ἀραιά, ὑγρά, οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, ἀραιός, ὑδατώδης, Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ γλίσχρος· νάρδος Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, στυφός, ὅτε συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀλιπής, Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. ψαθυρός, 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. ψαθυρός ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.