εὐπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, <b class="b2">Sinnengenuß</b>, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für [[ἡδονή]] im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, <b class="b2">Sinnengenuß</b>, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für [[ἡδονή]] im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
}}
{{ls
|lstext='''εὐπάθεια''': Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ [[ἀπόλαυσις]] ἀγαθῶν, [[ἀπόλαυσις]] ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν [[αὐτόθι]] 135· [[ὡσαύτως]] λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, [[μακαρία]] [[κατάστασις]] τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - [[καθόλου]], [[εὐαισθησία]], Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάθεια Medium diacritics: εὐπάθεια Low diacritics: ευπάθεια Capitals: ΕΥΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: eupátheia Transliteration B: eupatheia Transliteration C: efpatheia Beta Code: eu)pa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], Ion. εὐπαθ-είη, ἡ, (εὐπᾰθής)

   A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22,191, 8.99; εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135; also, delicacies, dainties, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι X.Ap.18, cf. Pl.R.404d.    2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.    3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.    4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάθεια: Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ ἀπόλαυσις ἀγαθῶν, ἀπόλαυσις ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν αὐτόθι 135· ὡσαύτως λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, μακαρία κατάστασις τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - καθόλου, εὐαισθησία, Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.