λύκειος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(13_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] auch 2 Endgn, wölfisch, vom Wolfe; [[δορά]], Eur. Rhes. 208; [[φάρυγξ]], Bahr. 94, 8. – Auch Beiwort des Apollo als Wolfstödter od. Schutzgott von Lycien. S. nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] auch 2 Endgn, wölfisch, vom Wolfe; [[δορά]], Eur. Rhes. 208; [[φάρυγξ]], Bahr. 94, 8. – Auch Beiwort des Apollo als Wolfstödter od. Schutzgott von Lycien. S. nom. pr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λύκειος''': [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208˙ α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3˙ - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, [[ἤτοι]] ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε [[Λυκηγενής]], Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *[[λύκη]]) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8˙ Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257˙ εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686˙ ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ [[ἄναξ]], [[λύκειος]] γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς [[λύκος]] εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν˙ [[προσέτι]], τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο [[τόπος]] ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7˙ πρβλ. [[Λύκειον]]. ΙΙΙ. [[λύκειος]], ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον, S.El.7, E.Rh.208 (but λυκεία (q. v.) as Subst. in Plb.):—
A of or belonging to a wolf, δορά E.l.c., etc. II Λύκειος (written Λύκηος Milet.1(7) No.282 (i B.C.)), epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενής, Λύκιος), or (fr. Λύκη) as the god of light: Λύκει' Ἄπολλον A.Ag.1257; εὐμενὴς δ' ὁ Λ. ἔστω Id.Supp.686 (lyr.); in Id.Th.145 (lyr.) there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy; so τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (this ἀγορά being an open place in Argos near the temple of Apollo Λύκειος) S.l.c.; cf. Λύκειον. III epith. of Pan, IG5(2).93 (Tegea). IV Λύκειος, ὁ (sc. μήν), a month at Epidaurus Limera, ib.(1).932; Λύκεος, at Lamia (Thess.), ib.9(2).75.18, etc.
German (Pape)
[Seite 68] auch 2 Endgn, wölfisch, vom Wolfe; δορά, Eur. Rhes. 208; φάρυγξ, Bahr. 94, 8. – Auch Beiwort des Apollo als Wolfstödter od. Schutzgott von Lycien. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
λύκειος: [ῠ], -ον, Σοφ. Ἠλ. 7, Εὐρ. Ρῆσ. 208˙ α, ον ἐν Πολυβ. 6. 22, 3˙ - ὁ ἀνήκων εἰς λύκον ἢ ἐκ λύκου, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. Λύκειος, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἤτοι ὡς λυκοκτόνου (ὃ ἴδε), ἢ ὡς τοῦ ἐκ Λυκίας θεοῦ (ἴδε Λυκηγενής, Λύκιος), ἢ (ἐκ τοῦ *λύκη) ὡς τοῦ θεοῦ τοῦ φωτός, ἴδε Ο. Müller Dor. 2. 6, § 8˙ Λύκει’ Ἄπολλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1257˙ εὐμενὴς δ’ ὁ Λ. ἔστω ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 686˙ ἐν Θήβ. 145, ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑξῆς χωρίῳ, Λύκει’ ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, γενοῦ ὡς λύκος εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν˙ προσέτι, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (ἡ ἀγορὰ αὕτη ἦτο τόπος ἀνοικτὸς ἐν Ἄργει πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος), Σοφ. Ἠλ. 7˙ πρβλ. Λύκειον. ΙΙΙ. λύκειος, ὁ, μὴν ἐν Χαλείῳ, ἀντιστοιχῶν τῷ ἐν Δελφοῖς Βυσίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν ἐν Bull. d. cor. hell. V. σ. 429.