πυλαωρός: Difference between revisions
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(13_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῠλᾰωρός''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[πυλωρός]], ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος [[Κέρβερος]], Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ [[λέξις]] ἔπαθε μεταβολὴν [[χάριν]] τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] = [[φύλαξ]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Ep. for πυλωρός,
A gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with -ω- taken from the contr. form): πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq. v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλᾰωρός: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ πυλωρός, ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος Κέρβερος, Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ λέξις ἔπαθε μεταβολὴν χάριν τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. τιμάορος, τιμωρός, καὶ ἴδε ἐν λ. οὖρος = φύλαξ).