κατάντλησις: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάντλησις''': εως (καὶ [[ἐπάντλησις]]), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Hp.Medic.3, Antyll. ap. Orib.9.23.1, Gal.10.237.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.