διασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] (s. σκεδάννἁμι). <b class="b2">zerstreuen, auseinander werfen</b>; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' [[ἄνεμος]] ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' [[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]], ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν ([[σχεδίην]]) μὲν [[ἔπειτα]] [[θύελλα]] διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) [[πανταχῆ]]; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., <b class="b2">zerschmettern</b>, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ [[νέφος]] ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = <b class="b2">vernichten</b>; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ [[φήμη]], es <b class="b2">verbreitet</b> sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ [[ὥσπερ]] [[πνεῦμα]] διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] (s. σκεδάννἁμι). <b class="b2">zerstreuen, auseinander werfen</b>; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' [[ἄνεμος]] ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' [[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]], ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν ([[σχεδίην]]) μὲν [[ἔπειτα]] [[θύελλα]] διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) [[πανταχῆ]]; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., <b class="b2">zerschmettern</b>, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ [[νέφος]] ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = <b class="b2">vernichten</b>; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ [[φήμη]], es <b class="b2">verbreitet</b> sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ [[ὥσπερ]] [[πνεῦμα]] διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
}}
{{ls
|lstext='''διασκεδάννῡμι''': μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε [[σκεδάννυμι]]). Διασκορπίζω, [[μακράν]], [[ῥίπτω]] εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις [[ἄλλῃ]] Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν [[νέφος]] Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) [[ἐξαφανίζω]] [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ [[σῶμα]]], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδάννῡμι Medium diacritics: διασκεδάννυμι Low diacritics: διασκεδάννυμι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diaskedánnymi Transliteration B: diaskedannymi Transliteration C: diaskedannymi Beta Code: diaskeda/nnumi

English (LSJ)

Att. fut.

   A -σκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds, δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63.    2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an enemy, scatter, 8.68.β).    3 disperse the soul, when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b.    4 in Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.    5 reject, βουλήν LXX 3 Ki.12.24.

German (Pape)

[Seite 602] (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδάννῡμι: μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε σκεδάννυμι). Διασκορπίζω, μακράν, ῥίπτω εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) ἐξαφανίζω [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ σῶμα], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.