σκαριφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(13_5)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] die Oberfläche eines Körpers leicht kratzen, aufritzen, aufscharren, wie die Hühner den Sand u. den Mist; bes. vom Maler, einen leichten Umriß machen (s. [[σκαριφεύω]]) dah. leicht, oberflächlich Etwas thun; σκαριφήσασθαι nach Schol. Ar. Ran. 1493 ἐπὶ τοῦ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, σκιαγραφεῖν, wie Harpocr. v. διεσκαριφησάμεθα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] die Oberfläche eines Körpers leicht kratzen, aufritzen, aufscharren, wie die Hühner den Sand u. den Mist; bes. vom Maler, einen leichten Umriß machen (s. [[σκαριφεύω]]) dah. leicht, oberflächlich Etwas thun; σκαριφήσασθαι nach Schol. Ar. Ran. 1493 ἐπὶ τοῦ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, σκιαγραφεῖν, wie Harpocr. v. διεσκαριφησάμεθα.
}}
{{ls
|lstext='''σκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ.· ([[σκάριφος]])· ξέων ἐπιπολαίως [[σχηματίζω]] [[σχεδίασμα]], [[σχεδιάζω]] ἐλαφρῶς, [[πράττω]] τι ἐπιπολαίως ἢ [[μετὰ]] ῥαθυμίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Βατρ. 1545 (1497)· οὕτω σκᾰρῑφεύω, [[αὐτόθι]]· πρβλ. [[διασκαριφάομαι]]. Ἐντεῦθεν Λατ. scarificare - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαριφᾶσθαι· ξύειν, σκάπτειν, γράφειν».
}}
}}

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρῑφάομαι Medium diacritics: σκαριφάομαι Low diacritics: σκαριφάομαι Capitals: ΣΚΑΡΙΦΑΟΜΑΙ
Transliteration A: skaripháomai Transliteration B: skariphaomai Transliteration C: skarifaomai Beta Code: skarifa/omai

English (LSJ)

   A scratch an outline, sketch lightly: hence, do anything perfunctorily, Sch.Ar.Ra.1545, cf. Hsch.; also σκᾰρῑφεύω, Sch. Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 889] die Oberfläche eines Körpers leicht kratzen, aufritzen, aufscharren, wie die Hühner den Sand u. den Mist; bes. vom Maler, einen leichten Umriß machen (s. σκαριφεύω) dah. leicht, oberflächlich Etwas thun; σκαριφήσασθαι nach Schol. Ar. Ran. 1493 ἐπὶ τοῦ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, σκιαγραφεῖν, wie Harpocr. v. διεσκαριφησάμεθα.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰρῑφάομαι: ἀποθ.· (σκάριφος)· ξέων ἐπιπολαίως σχηματίζω σχεδίασμα, σχεδιάζω ἐλαφρῶς, πράττω τι ἐπιπολαίως ἢ μετὰ ῥαθυμίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Βατρ. 1545 (1497)· οὕτω σκᾰρῑφεύω, αὐτόθι· πρβλ. διασκαριφάομαι. Ἐντεῦθεν Λατ. scarificare - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαριφᾶσθαι· ξύειν, σκάπτειν, γράφειν».