διασκευάζω: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] 1) fertig zubereiten, zurecht machen, τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Pol. 15, 27, 9 u. öfter; vollständig ankleiden, schmücken, γυναῖκες πολυτελῶς διεσκευασμέναι 31, 3, 18; βασιλικῶς τινα Luc. Necyom. 16; ἄνδρες ἐς Σατύρους καὶ Πᾶνας διεσκευασμένοι Plut. Anton. 24. Bes. ein Schriftwerkumarbeiten, verbessern, interpoliren, sowohl vom ursprünglichen Verfasser gebraucht, der eine neue Ausgabe veranstaltet, als von einem Anderen, der ein fremdes Werk umarbeitet oder einzelne Stellen einschiebt; vgl. Diod. Sic. 1, 5 Athen. XIV, 663 c, u. s. besonders Lehrs Aristarch. p. 349. – Med., sich rüsten, ὡς είς πλοῦν Thuc. 4, 38; ὡς ἐς μάχην Xen. Hell. 4, 2, 19; Folgde; πρὸς τοὺς δικαστάς, sich mit Kniffen gegen die Richter rüsten, Xen. Ath. 3, 7. – 2) οὐσίαν διασκευασάμενος, Dem. 29, 3, durchbringen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] 1) fertig zubereiten, zurecht machen, τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Pol. 15, 27, 9 u. öfter; vollständig ankleiden, schmücken, γυναῖκες πολυτελῶς διεσκευασμέναι 31, 3, 18; βασιλικῶς τινα Luc. Necyom. 16; ἄνδρες ἐς Σατύρους καὶ Πᾶνας διεσκευασμένοι Plut. Anton. 24. Bes. ein Schriftwerkumarbeiten, verbessern, interpoliren, sowohl vom ursprünglichen Verfasser gebraucht, der eine neue Ausgabe veranstaltet, als von einem Anderen, der ein fremdes Werk umarbeitet oder einzelne Stellen einschiebt; vgl. Diod. Sic. 1, 5 Athen. XIV, 663 c, u. s. besonders Lehrs Aristarch. p. 349. – Med., sich rüsten, ὡς είς πλοῦν Thuc. 4, 38; ὡς ἐς μάχην Xen. Hell. 4, 2, 19; Folgde; πρὸς τοὺς δικαστάς, sich mit Kniffen gegen die Richter rüsten, Xen. Ath. 3, 7. – 2) οὐσίαν διασκευασάμενος, Dem. 29, 3, durchbringen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διασκευάζω''': μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]], [[στολίζω]], τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν [[ἑτοιμάζω]], προνοῶ, [[προμηθεύομαι]], τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· [[πρός]] τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-[[σκευάζω]] ὅλα μου τὰ τεχνάσματα [[ἀπέναντι]] τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ [[ἐπεξεργάζομαι]]) [[ἔργον]] πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ [[ἐντεῦθεν]] διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A get ready, set in order, τι Plb.15.27.9:—Pass., PTeb. 24.32 (ii B. C.). II equip, τινὰ βασιλικῶς Luc.Nec.16:—Pass., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι dressed as... Plu.Ant.24; ὅπλοις Aen. Tact.26.1:—Med., prepare for oneself, provide, τἆλλα ὡς ἐς πλοῦν Th.4.38; arm, equip or prepare oneself, ὡς εἰς μάχην X.HG4.2.19; διεσκευάσθαι πρὸς τὸν δῆμον Din.1.70; διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς prepare all one's tricks for a trial, X.Ath.3.7. III Med., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's property, D.29.3. IV revise or edit a work for publication, Aristeas 311, D.S. 1.5. 2 compile, ἐκ πολλῶν [βιβλίων Gal.15.10. 3 elaborate with rhetorical devices, αἰτία μὲν κατασκευάζει, τρόπος δὲ δ. Hermog. Inv.2.7.
German (Pape)
[Seite 602] 1) fertig zubereiten, zurecht machen, τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Pol. 15, 27, 9 u. öfter; vollständig ankleiden, schmücken, γυναῖκες πολυτελῶς διεσκευασμέναι 31, 3, 18; βασιλικῶς τινα Luc. Necyom. 16; ἄνδρες ἐς Σατύρους καὶ Πᾶνας διεσκευασμένοι Plut. Anton. 24. Bes. ein Schriftwerkumarbeiten, verbessern, interpoliren, sowohl vom ursprünglichen Verfasser gebraucht, der eine neue Ausgabe veranstaltet, als von einem Anderen, der ein fremdes Werk umarbeitet oder einzelne Stellen einschiebt; vgl. Diod. Sic. 1, 5 Athen. XIV, 663 c, u. s. besonders Lehrs Aristarch. p. 349. – Med., sich rüsten, ὡς είς πλοῦν Thuc. 4, 38; ὡς ἐς μάχην Xen. Hell. 4, 2, 19; Folgde; πρὸς τοὺς δικαστάς, sich mit Kniffen gegen die Richter rüsten, Xen. Ath. 3, 7. – 2) οὐσίαν διασκευασάμενος, Dem. 29, 3, durchbringen.
Greek (Liddell-Scott)
διασκευάζω: μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. ἐφοδιάζω, στολίζω, τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν ἑτοιμάζω, προνοῶ, προμηθεύομαι, τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· πρός τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-σκευάζω ὅλα μου τὰ τεχνάσματα ἀπέναντι τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ ἐπεξεργάζομαι) ἔργον πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ ἐντεῦθεν διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω.