καμψόδυνος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(c1) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. [[δακτυλοκαμψόδυνος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. [[δακτυλοκαμψόδυνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καμψ</i>- του [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύνη]]. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν λειτούργησε ο [[νόμος]] της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το [[οδύνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>μεγαλ</i>-<i>ώδυνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.
Greek Monolingual
καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επ-ώδυνος, μεγαλ-ώδυνος)].