ὑπότριμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1236.png Seite 1236]] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich [[ὑπότριμμα]] βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1236.png Seite 1236]] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich [[ὑπότριμμα]] βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπότριμμα''': τό, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. [[ὑποτρίβω]] 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ [[γεῦσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], [[ὑπότριμμα]] βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα [[μετὰ]] χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 71. Πρβλ. [[ὑπόσφαγμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπότριμμα]]· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων [[ἔργον]]».
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότριμμα Medium diacritics: ὑπότριμμα Low diacritics: υπότριμμα Capitals: ΥΠΟΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: hypótrimma Transliteration B: hypotrimma Transliteration C: ypotrimma Beta Code: u(po/trimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together, Hp.Vict.2.56, 3.80, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι Antiph.222.3; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ Jul. Or.6.192a, cf. 7.226a: its general taste was sour or piquant, hence βλέπων ὑπότριμμα looking sharp and sour, Ar.Ec.292; ὑ. χλωρά, of green herb sauces or soups, also called φυλλάδες, Poll.6.71. Cf. ὑπόσφαγμα.

German (Pape)

[Seite 1236] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich ὑπότριμμα βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότριμμα: τό, ἔδεσμα παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. ὑποτρίβω 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ γεῦσις αὐτοῦ συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, ὅθενπαροιμία, ὑπότριμμα βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. ὑπόσφαγμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπότριμμα· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων ἔργον».