Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπορεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0776.png Seite 776]] herausgehen lassen, herausholen, Ἰοκάστην δόμων Eur. Phoen. 1068, Schol. ἐξάγετε, vgl. Herc. Fur. 723. – Med. mit aor. pass., herausgehen, ausrücken, ἐπὶ λείαν Xen. An. 5, 1, 8; ἐκ τοῦ χάρακος Pol. 6, 58, 4; auch τὸ [[βουλευτήριον]], aus der Kurie, 11, 9, 8; [[ῥῆμα]] ἐκπορεύεται διὰ τοῦ στόματος Math. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0776.png Seite 776]] herausgehen lassen, herausholen, Ἰοκάστην δόμων Eur. Phoen. 1068, Schol. ἐξάγετε, vgl. Herc. Fur. 723. – Med. mit aor. pass., herausgehen, ausrücken, ἐπὶ λείαν Xen. An. 5, 1, 8; ἐκ τοῦ χάρακος Pol. 6, 58, 4; auch τὸ [[βουλευτήριον]], aus der Kurie, 11, 9, 8; [[ῥῆμα]] ἐκπορεύεται διὰ τοῦ στόματος Math. 4, 4.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπορεύω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]], [[ἐκβαίνω]], Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] [[αὐτόθι]] 8· [[προέρχομαι]], [[πηγάζω]], περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό [[πνεῦμα]] τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπορεύω Medium diacritics: ἐκπορεύω Low diacritics: εκπορεύω Capitals: ΕΚΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: ekporeúō Transliteration B: ekporeuō Transliteration C: ekporeyo Beta Code: e)kporeu/w

English (LSJ)

   A make to go out, fetch out, E.Ph.1068, HF723 :—Med., with fut. Med. (X. An.5.1.8) and aor. Pass., go out or forth, march out, X.l.c., etc. ; ἐπὶ λείαν Aen.Tact.24.4 ; εἰς στρατείαν ἐ. to march out to a place.., Plb. 11.9.4 : c. acc. loci, ἐ. τὸ βουιευτήριον ib.8 ; but ἐκ τοῦ χάρακος Id.6.58.4 ; ἐκ τοῦ στόματος LXX Pr.3.16, al.: more generally, ὅ θ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται Critias 25.36.

German (Pape)

[Seite 776] herausgehen lassen, herausholen, Ἰοκάστην δόμων Eur. Phoen. 1068, Schol. ἐξάγετε, vgl. Herc. Fur. 723. – Med. mit aor. pass., herausgehen, ausrücken, ἐπὶ λείαν Xen. An. 5, 1, 8; ἐκ τοῦ χάρακος Pol. 6, 58, 4; auch τὸ βουλευτήριον, aus der Kurie, 11, 9, 8; ῥῆμα ἐκπορεύεται διὰ τοῦ στόματος Math. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπορεύω: κάμνω τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, ἐξέρχομαι, ἐκβαίνω, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον αὐτόθιπροέρχομαι, πηγάζω, περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.