Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(13_5)
(ls test)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνθην, Matth. 5, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνθην, Matth. 5, 13.
}}
{{ls
|lstext='''μωραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι [[μωρός]], [[ἀνόητος]], Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς [[μωρός]], [[ἀνοηταίνω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν [[μωραίνω]], [[κάμνω]] μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· [[οὐδείς]]... [[ταῦτα]] μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., [[κάμνω]] τι [[μωρόν]], ἀποδεικνύω τι [[μωρόν]], οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μωρός]], φάσκοντες [[εἶναι]] σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, [[γίνομαι]] ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.
}}
}}

Revision as of 09:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωραίνω Medium diacritics: μωραίνω Low diacritics: μωραίνω Capitals: ΜΩΡΑΙΝΩ
Transliteration A: mōraínō Transliteration B: mōrainō Transliteration C: moraino Beta Code: mwrai/nw

English (LSJ)

fut. -

   A ᾰνῶ E.Med.614: aor. ἐμώρᾱνα A.Pers.719 (troch.): —Pass., v. infr. 11: (μῶρος):—to be silly, foolish, drivel, E. l.c., X. Mem.1.1.11, Phld.Mus.p.103K., Luc.Nav.45, etc.; play the fool, Arist.EN1148b2: c. acc. cogn., πεῖραν μ. make a mad attempt, A. l.c.; οὐδεὶς . . ταῦτα μωραίνει indulges in these follies, E.Fr.282.22: euphem. of illicit love, γυναῖκα μωραίνουσαν Id.Andr.674.    II causal, make foolish, convict of folly, ἡ βουλὴ αὐτῶν μωρανθήσεται LXX Is.19.11; ἐμωράνθην σφόδρα ib.2 Ki.24.10, cf. 1 Ep.Cor.1.20:—Pass., to become foolish, be stupefied, [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωραμμέναι Arist. HA610b30 (sed cf. μωρόομαι); to become insipid, ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ Ev.Matt.5.13.

German (Pape)

[Seite 226] ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνθην, Matth. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μωραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι μωρός, ἀνόητος, Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς μωρός, ἀνοηταίνω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν μωραίνω, κάμνω μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· οὐδείς... ταῦτα μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., κάμνω τι μωρόν, ἀποδεικνύω τι μωρόν, οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., γίνομαι μωρός, φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, γίνομαι ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.