κάχρυς: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν [[ἤδη]] τὰς [[κάχρυς]] τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων [[ὀνίδιον]] εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν [[ἤδη]] τὰς [[κάχρυς]] τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων [[ὀνίδιον]] εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάχρυς''': (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης [[καρπὸς]] τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ [[ἄνθη]] (amenta) [[καρύων]] καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ῠος (acc.
A κάχρυδα Dieuch. ap. Orib.4.7.7, gen. υδος ib.20), ἡ, parched barley, Cratin.274, Hp.Mul.1.97, Ar.Nu.1358, V.1306, Gal.11.404. 2 winter-bud, Thphr.HP3.5.5, 5.1.4: acc.pl., τὰς κάχρυς ib.3.14.1. II neut. κάχρυ, τό, fruit of λιβανωτίς, ib.9.11.10, Ph.Bel.86.23, Dsc.3.74 (v.l. κάγχρυς); also, the whole plant, Ps.- Dsc.l.c.; κάχρυος ῥίζα Hp.Nat.Mul.32, Philum.Ven.6.1.
German (Pape)
[Seite 1409] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάχρυς: (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης καρπὸς τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ ἄνθη (amenta) καρύων καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ.