ἐξερεείνω: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(13_4) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιθάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύθῳ Il. 10, 81. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιθάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύθῳ Il. 10, 81. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξερεείνω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]]: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐξετάζω]], ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, [[ἄλλος]] δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν [[ἄναξ]] ἀνδρῶν [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, [[ψαύω]] τὰς χορδάς, [[ἐκτείνω]], χορδίσω αὐτήν, [[αὐτόθι]] 483: πρβλ. [[ἐξερέω]], [[ἐξέρομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. Verb, 1 c. acc. rei, inquire into, ἐξερέεινεν ἕκαστα Od.10.14. 2 c. acc. pers., inquire after, ἢ . . φίλον πόσιν ἐξερεείνοι 23.86; inquire of, ἄλλος ἄλλον ἐ. A.R.4.1250: abs., make inquiry, Il. 9.672, etc.:—Med., ἐξερεείνετο μύθῳ 10.81. II search thoroughly, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Od.12.259; μυχούς h.Merc.252: metaph. of a harp, try its tones, tune it, ib.483.
German (Pape)
[Seite 877] ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιθάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύθῳ Il. 10, 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερεείνω: Ἐπικ. ῥῆμα: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ λαμβάνω πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξετάζω, ἐρωτῶ νὰ μάθω περί τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, ἄλλος δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, ψαύω τὰς χορδάς, ἐκτείνω, χορδίσω αὐτήν, αὐτόθι 483: πρβλ. ἐξερέω, ἐξέρομαι.