ἱλαστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(c1)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] versöhnend, Sp.; τὸ ἱλαστήριον, LXX u. N. T., der Gnadenstuhl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] versöhnend, Sp.; τὸ ἱλαστήριον, LXX u. N. T., der Gnadenstuhl.
}}
{{ls
|lstext='''ἱλαστήριος''': -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἐπίθεμα]]), τό, τὸ [[κάλυμμα]] τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ἀνάθημα]]), [[ἱλασμός]], [[ἐξιλέωσις]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλᾰστήριος Medium diacritics: ἱλαστήριος Low diacritics: ιλαστήριος Capitals: ΙΛΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: hilastḗrios Transliteration B: hilastērios Transliteration C: ilastirios Beta Code: i(lasth/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον PFay.337 (ii A.D.)),

   A propitiatory, offered in propitiation, μνῆμα J.AJ16.7.1; θάνατος LXX 4 Ma.17.22; θυσίαι PFay. l.c.    II ἱλαστήριον ἐπίθεμα, the mercy-seat, covering of the ark in the Holy of Holies, LXXEx.25.16(17): ἱλαστήριον alone as Subst., ib.Le.16.2,al., Ep.Hebr.9.5, cf. Ph.2.150.    2 (sc. ἀνάθημα) propitiatory gift or offering, Ep.Rom.3.25; of a monument, Inscr.Cos 81,347.    3 monastery, Men.Prot.p.15 D.

German (Pape)

[Seite 1251] versöhnend, Sp.; τὸ ἱλαστήριον, LXX u. N. T., der Gnadenstuhl.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλαστήριος: -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐπίθεμα), τό, τὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἀνάθημα), ἱλασμός, ἐξιλέωσις, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ.