ἀναζεύγνυμι: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(13_5) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (s. [[ζεύγνυμι]]), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ [[στρατόπεδον]], 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (s. [[ζεύγνυμι]]), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ [[στρατόπεδον]], 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε [[ζεύγνυμι]]). Ζευγνύω [[πάλιν]] τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ [[τεῖχος]]…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ [[τεῖχος]]…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]], [[αὐτόθι]] 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, [[ἐπανάγω]] αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., [[καταλείπω]] τὴν θέσιν [[ὅπου]] [[ἤμην]] καὶ [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
and ἀνα-ζευγνύω,
A yoke or harness again, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν move off the army, Hdt.9.41; ἀ. τὸ στρατόπεδον break up the camp, ib.58; ἀ. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας withdraw... Id.8.60. ά. 2 abs., break up, shift one's quarters, mostly in part., ἀνοζεύξας ἤλαυνε Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Ph.Bel.103.15; ἀ. ἐκ τῆς Ἀραβίας Plu.Pomp.42; ἀ. διὰ Συρίας march through... Id.Ant.84; ἐπὶ τὰς πράξεις Chron.Lind.D.43. 3 repel, [ὕβριν] Inscr.Cos350.
German (Pape)
[Seite 187] (s. ζεύγνυμι), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ στρατόπεδον, 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε ζεύγνυμι). Ζευγνύω πάλιν τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ τεῖχος…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ τεῖχος…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τὸ στρατόπεδον, αὐτόθι 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, ἐπανάγω αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., καταλείπω τὴν θέσιν ὅπου ἤμην καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.