ἀνάμβατος: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(c2) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] nicht zu besteigen, [[ἵππος]], Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] nicht zu besteigen, [[ἵππος]], Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνάμβᾰτος''': -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, [[ἄνευ]] ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ [[σημασία]], «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἀδάμαστος]]», ἀλλ’ [[ἄνευ]] μαρτυρίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, of a horse,
A that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.
German (Pape)
[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.