καταμελέω: Difference between revisions
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(13_5) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben [[ὀλιγωρέω]]; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, [[ἄρχων]] αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben [[ὀλιγωρέω]]; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, [[ἄρχων]] αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατᾰμελέω''': [[ὅλως]] [[διόλου]] ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. [[ἐξαμελέω]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[ὁπόθεν]]· δὲ [[καταφαγεῖν]] ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10˙ ἀπολ., δὲν [[προσέχω]], ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.˙ [[ἄνευ]] πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν [[ἑαυτοῦ]] καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1˙ μηδὲν κ. [[μήτε]] καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39˙ οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β˙ περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
A give no heed to, c. gen., ὁδοιπορίης, ἐδωδῆς, Hp.Art. 14, cf. X.Oec.4.7, J.AJ18.6.9 (Med.); neglect, τῶν προσηκόντων ἔργων BGU195.19 (ii A.D.): folld. by relat. clause, ὁπόθεν δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Eup.352: abs., pay no heed, S.Aj.45, 912 (lyr.), Pl.Ti.44c, D.S.29.3 (nisi leg. -μέλλ-), etc.: c. acc., ruin by neglect, μηδὲν κ. X.HG6.2.39; τὰ πράγματα Antipho Soph.76:—Pass., to be neglected, Hp.Art.60: pf. part. κατημελημένος Isoc.12.8.
German (Pape)
[Seite 1363] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben ὀλιγωρέω; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰμελέω: ὅλως διόλου ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. ἐξαμελέω), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁπόθεν· δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10˙ ἀπολ., δὲν προσέχω, ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.˙ ἄνευ πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν ἑαυτοῦ καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1˙ μηδὲν κ. μήτε καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39˙ οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β˙ περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53.