νυκτερείσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_8) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερείσιος''': ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ [[νυκτερήσιος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''νυκτερείσιος''': ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ [[νυκτερήσιος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτερείσιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[νυκτερήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από το [[νυκτερήσιος]] με παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[ἐρείδω]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed
A like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].