πετηλίς: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(6_12)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετηλίς''': -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.
|lstext='''πετηλίς''': -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ακρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[πετάννυμι]] ή το [[πέτομαι]] (<b>πρβλ.</b> και [[πετηνίς]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηλίς Medium diacritics: πετηλίς Low diacritics: πετηλίς Capitals: ΠΕΤΗΛΙΣ
Transliteration A: petēlís Transliteration B: petēlis Transliteration C: petilis Beta Code: pethli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέτᾰλον.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].