ἀστρονομέω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρονομέω''': εἶμαι [[ἀστρονόμος]], [[σπουδάζω]] ἀστρονομίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 194, Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μεσ. τύπ., Διογ. Λ. 1. 34, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 112: ― Παθ., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται, ὡς νῦν ἡ [[ἀστρονομία]] ἐξασκεῖται, Πλάτ. Πολ. 530C.
|lstext='''ἀστρονομέω''': εἶμαι [[ἀστρονόμος]], [[σπουδάζω]] ἀστρονομίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 194, Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μεσ. τύπ., Διογ. Λ. 1. 34, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 112: ― Παθ., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται, ὡς νῦν ἡ [[ἀστρονομία]] ἐξασκεῖται, Πλάτ. Πολ. 530C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀστρονομήσω;<br />étudier les astres, s’occuper d’astronomie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστρονόμος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομέω Medium diacritics: ἀστρονομέω Low diacritics: αστρονομέω Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: astronoméō Transliteration B: astronomeō Transliteration C: astronomeo Beta Code: a)stronome/w

English (LSJ)

   A study astronomy, Ar.Nu.194, Pl.Tht.174a:—Med., D.L.1.34, Iamb.VP25.112:—Pass., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται as astronomy is now practised, Pl.R.530c.

German (Pape)

[Seite 378] die Sterne beobachten, Ar. Nubb. 193 u. sonst; pass., Plat. Rep. VII, 530 c u. Sp. – Med., Iambl.; Diog. L. 1, 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομέω: εἶμαι ἀστρονόμος, σπουδάζω ἀστρονομίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 194, Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· οὕτως ἐν τῷ μεσ. τύπ., Διογ. Λ. 1. 34, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 112: ― Παθ., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται, ὡς νῦν ἡ ἀστρονομία ἐξασκεῖται, Πλάτ. Πολ. 530C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀστρονομήσω;
étudier les astres, s’occuper d’astronomie.
Étymologie: ἀστρονόμος.