γομφόω: Difference between revisions
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γομφόω''': [[συναρμόζω]], [[συνδέω]] διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, [[ἴκρια]] γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], τοῦ πλοίου τὸ [[κοίλωμα]] [[εἶναι]] ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., [[γάλα]] λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193. | |lstext='''γομφόω''': [[συναρμόζω]], [[συνδέω]] διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, [[ἴκρια]] γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], τοῦ πλοίου τὸ [[κοίλωμα]] [[εἶναι]] ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., [[γάλα]] λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐγόμφωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐγομφώθην, <i>pf.</i> γεγόμφωμαι;<br />assujettir avec des chevilles.<br />'''Étymologie:''' [[γόμφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A fasten with bolts or nails, esp. of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor). II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.
German (Pape)
[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.
Greek (Liddell-Scott)
γομφόω: συναρμόζω, συνδέω διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἴκρια γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται σκάφος, τοῦ πλοίου τὸ κοίλωμα εἶναι ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐγόμφωσα;
Pass. ao. ἐγομφώθην, pf. γεγόμφωμαι;
assujettir avec des chevilles.
Étymologie: γόμφος.