ἀποψάλλω: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_13a) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποψάλλω''': μέλλ. -ψᾰλῶ, [[τίλλω]], «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ [[γλῶττα]] ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553. | |lstext='''ἀποψάλλω''': μέλλ. -ψᾰλῶ, [[τίλλω]], «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ [[γλῶττα]] ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrancar]] τὰς τρίχας Hsch., tb. en v. pas. ἦχοι κατὰ τὴν ἀίδιον φορὰν ἀποψαλλόμενοι sonidos producidos por el movimiento eterno (de las esferas)</i>, Heraclit.<i>All</i>.12.3.<br /><b class="num">2</b> de instrumentos [[hacer sonar]] Μαιώτην πλόκον Lyc.915<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ γλῶττα τὴν ἄκραν Ἀτθίδα ἀποψάλλει la lengua hace sonar el más puro ático</i> Philostr.<i>VS</i> 553.<br /><b class="num">3</b> fig. [[atraer]], [[hacer caer en]] ἔρωτας οὐκ ἔρωτας, ἀλλ' Ἐρινύων ... ἀποψήλασα ... πάγην atrayéndolo a amores que no son amores, sino trampa de las Erinis</i> Lyc.407. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A pluck off, τρίχας Hsch.; ἀ. πάγην spring a trap that is set, Lyc.407; twang a string, Id.915; ἡγλῶττα ἀ. τὴν ἄκραν Ἀτθίδα rings out the purest Attic, metaph. from the lyre, Philostr.VS 2.1.7.
German (Pape)
[Seite 337] ausraufen. τρίχας Hesych.; πάγην, eine aufgestellte Schlinge loslassen, Lycophr. 407; βέλος, einen Pfeil fortschnellen, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψάλλω: μέλλ. -ψᾰλῶ, τίλλω, «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, ἐγγίζω, ψαύω τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ κάμνω αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ γλῶττα ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.
Spanish (DGE)
1 arrancar τὰς τρίχας Hsch., tb. en v. pas. ἦχοι κατὰ τὴν ἀίδιον φορὰν ἀποψαλλόμενοι sonidos producidos por el movimiento eterno (de las esferas), Heraclit.All.12.3.
2 de instrumentos hacer sonar Μαιώτην πλόκον Lyc.915
•fig. ἡ γλῶττα τὴν ἄκραν Ἀτθίδα ἀποψάλλει la lengua hace sonar el más puro ático Philostr.VS 553.
3 fig. atraer, hacer caer en ἔρωτας οὐκ ἔρωτας, ἀλλ' Ἐρινύων ... ἀποψήλασα ... πάγην atrayéndolo a amores que no son amores, sino trampa de las Erinis Lyc.407.