λιγνυώδης: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιγνυώδης''': -ες, [[πλήρης]] λιγνύος, καπνοῦ, [[αἰθαλώδης]], [[μέλας]] τὸ [[χρῶμα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110. | |lstext='''λιγνυώδης''': -ες, [[πλήρης]] λιγνύος, καπνοῦ, [[αἰθαλώδης]], [[μέλας]] τὸ [[χρῶμα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιγνυώδης]], -ῶδες (AM) [[λιγνύς]]<br />αυτός που μοιάζει με καπνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[καπνιά]], [[αιθαλώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μαύρο [[χρώμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A smoky, sooty, dark-coloured, πνεῦμα Hp.Coac.255; γλῶσσα Id.Epid.3.17.ιβ; opp. καπνώδης, Gal.9.470; ἀναθυμιάσεις, πνεύματα, Agath.2.15, 5.8.
German (Pape)
[Seite 43] ες, räucherig, qualmig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λιγνυώδης: -ες, πλήρης λιγνύος, καπνοῦ, αἰθαλώδης, μέλας τὸ χρῶμα, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110.
Greek Monolingual
λιγνυώδης, -ῶδες (AM) λιγνύς
αυτός που μοιάζει με καπνό
αρχ.
1. γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης
2. αυτός που έχει μαύρο χρώμα.