παρότρυνσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_9)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] ἡ, das Antreiben, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] ἡ, das [[Antreiben]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρότρυνσις''': ἡ, [[παρόρμησις]], [[παρακίνησις]], πρὸς ἀποστασίαν [[παρότρυνσις]] Γεώργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρονίκου Παλαιολ. σ. 39Ε.
|lstext='''παρότρυνσις''': ἡ, [[παρόρμησις]], [[παρακίνησις]], πρὸς ἀποστασίαν [[παρότρυνσις]] Γεώργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρονίκου Παλαιολ. σ. 39Ε.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[παρότρυνσις]], παροτρύνσεως, ΝΜ [[παροτρύνω]]<br />το να παροτρύνει [[κάποιος]] κάποιον [[άλλο]], [[προτροπή]], [[παρακίνηση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 3 June 2024

German (Pape)

[Seite 528] ἡ, das Antreiben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρότρυνσις: ἡ, παρόρμησις, παρακίνησις, πρὸς ἀποστασίαν παρότρυνσις Γεώργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρονίκου Παλαιολ. σ. 39Ε.

Greek Monolingual

η / παρότρυνσις, παροτρύνσεως, ΝΜ παροτρύνω
το να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση.