κνυζηθμός: Difference between revisions
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνυζηθμός''': ὁ, [[μινυρισμός]], ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ [[ἑτέρωσε]] διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. [[κνυζάομαι]]. | |lstext='''κνυζηθμός''': ὁ, [[μινυρισμός]], ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ [[ἑτέρωσε]] διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. [[κνυζάομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jappement joyeux <i>ou</i> craintif d’un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κνυζέω]] ; cf. [[βληχηθμός]], [[μυκηθμός]], [[ὀγκηθμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, prop. of dogs,
A whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.
German (Pape)
[Seite 1464] ὁ, das Geknurr, Gewinsel, bes. der schmeichelnden od. sich fürchtenden Hunde, Od. 16, 162; auch von anderen Thieren, Gebrüll des Löwen Opp. Cyn. 3, 169 Ap. Rh. 3, 884; vom Schreien eines kleinen Kindes Ath. IX, 376 a. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κνυζηθμός: ὁ, μινυρισμός, ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. κνυζάομαι.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jappement joyeux ou craintif d’un chien.
Étymologie: κνυζέω ; cf. βληχηθμός, μυκηθμός, ὀγκηθμός.