ἔγκυκλος: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγκυκλος''': -ον, [[κυκλικός]], [[στρογγύλος]], μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, [[γυναικεῖον]] [[ἱμάτιον]], «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, [[γυναικεῖον]] ἦν ποτε [[φόρημα]], φησὶ [[γοῦν]] Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον [[ἱμάτιον]] καὶ χιτὼν [[γυναικεῖος]], ὃν [[ἔνδοθεν]] ἐνδύονται γυναῖκες, [[εἶτα]] τὸ [[ἔνδυμα]]» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50. | |lstext='''ἔγκυκλος''': -ον, [[κυκλικός]], [[στρογγύλος]], μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, [[γυναικεῖον]] [[ἱμάτιον]], «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, [[γυναικεῖον]] ἦν ποτε [[φόρημα]], φησὶ [[γοῦν]] Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον [[ἱμάτιον]] καὶ χιτὼν [[γυναικεῖος]], ὃν [[ἔνδοθεν]] ἐνδύονται γυναῖκες, [[εἶτα]] τὸ [[ἔνδυμα]]» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κύκλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A circular, δίνη Epicur.Ep.2p.52U.; round, Matro Conv.116, Ezek.Exag.77. Adv.-ως Gal.18(2).439. II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th.261, Lys.113; ἐ. ποικίλον IG2.754.48. III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 711] = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῦς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκυκλος: -ον, κυκλικός, στρογγύλος, μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, γυναικεῖον ἱμάτιον, «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, γυναικεῖον ἦν ποτε φόρημα, φησὶ γοῦν Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον ἱμάτιον καὶ χιτὼν γυναικεῖος, ὃν ἔνδοθεν ἐνδύονται γυναῖκες, εἶτα τὸ ἔνδυμα» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.
Étymologie: ἐν, κύκλος.