Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστολιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστολιμαῖος''': -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, [[ἐπιστολικός]], [[συνουσία]] Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ [[μηδέποτε]] σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.
|lstext='''ἐπιστολιμαῖος''': -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, [[ἐπιστολικός]], [[συνουσία]] Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ [[μηδέποτε]] σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολῐμαῖος Medium diacritics: ἐπιστολιμαῖος Low diacritics: επιστολιμαίος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epistolimaîos Transliteration B: epistolimaios Transliteration C: epistolimaios Beta Code: e)pistolimai=os

English (LSJ)

ον,

   A in or of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐ. forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.

German (Pape)

[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n’existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.