στυράκινος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570. | |lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de styrax;<br /><b>2</b> fait en bois de styrax.<br />'''Étymologie:''' [[στύραξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, (στύραξ (A))
A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8. 2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.
German (Pape)
[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.