λειόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειόγλωσσος''': -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, [[κολακευτικός]], Σύμμ. Παλ. Διαθ. | |lstext='''λειόγλωσσος''': -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, [[κολακευτικός]], Σύμμ. Παλ. Διαθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λεία]], αβρή [[γλώσσα]], [[κολακευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πικρό</i>-<i>γλωσσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.
German (Pape)
[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, πικρό-γλωσσος].