τετράτρυφος: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | |lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut rompre en quatre.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (θρύπτω)
A broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.
Greek (Liddell-Scott)
τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.