Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χητεία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_9)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χητεία''': ἡ, [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Ἡσύχ.
|lstext='''χητεία''': ἡ, [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στο ρ. [[χατέω]] εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το [[φωνήεν]] της ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χατέω]])].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χητεία Medium diacritics: χητεία Low diacritics: χητεία Capitals: ΧΗΤΕΙΑ
Transliteration A: chēteía Transliteration B: chēteia Transliteration C: chiteia Beta Code: xhtei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want, need, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χητεία: ἡ, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].