σανδάλιον: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]».
|lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;<br /><b>2</b> sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' v. [[σάνδαλον]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδάλιον Medium diacritics: σανδάλιον Low diacritics: σανδάλιον Capitals: ΣΑΝΔΑΛΙΟΝ
Transliteration A: sandálion Transliteration B: sandalion Transliteration C: sandalion Beta Code: sanda/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of σάνδαλον, mostly in pl.,

   A sandals, Hdt. 2.91 (sg.), Cratin.131, Cephisod.4, LXX Jo.9.5.    2 horseshoe, σ. ὀνικά POxy.741.10 (ii A.D.).    II a surgical bandage, Heliod. (?)ap.Orib.49.35.3, as v.l. for σανδάλιος, ὁ, which is found also in Heraclas ap. eund.48.4.    III v. σάνδαλον 11.

German (Pape)

[Seite 860] τό, dim. von σάνδαλον; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σανδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάνδαλον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ὀρειβάσ. 180· ὡσαύτως σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς ἐπίδεσμος σανδάλιον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;
2 sorte de poisson.
Étymologie: v. σάνδαλον.