περισείρια: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισείρια''': τά, πρβλ. [[παράσειρος]] ΙΙ.
|lstext='''περισείρια''': τά, πρβλ. [[παράσειρος]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[πλάγια]] της γλώττης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σειρά]] (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σειρα</i> «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισείρια Medium diacritics: περισείρια Low diacritics: περισείρια Capitals: ΠΕΡΙΣΕΙΡΙΑ
Transliteration A: periseíria Transliteration B: periseiria Transliteration C: periseiria Beta Code: perisei/ria

English (LSJ)

τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf.

   A παράσειρος 11.

German (Pape)

[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].