μελανοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ. | |lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρο</i>-[[πλόκαμος]], <i>χρυσο</i>-[[πλόκαμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A black-haired, Sch.Pi.O.6.46.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μελανοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
Greek Monolingual
μελανοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος.