ἀνάκυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_18)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάκυρτος''': -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Γλωσσ.
|lstext='''ἀνάκυρτος''': -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνάκυρτος]], -ον)<br />ο κυρτωμένος [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[πίσω]], [[καμπουρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κυρτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ανακυρτώνω]]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκυρτος Medium diacritics: ἀνάκυρτος Low diacritics: ανάκυρτος Capitals: ΑΝΑΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: anákyrtos Transliteration B: anakyrtos Transliteration C: anakyrtos Beta Code: a)na/kurtos

English (LSJ)

ον,

   A curved upwards or backwards, Gloss.

German (Pape)

[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνάκυρτος, -ον)
ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κυρτός < κυρτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω].