εὔμολπος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ. | |lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui chante bien, harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μολπή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc.
German (Pape)
[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.