ἐξοδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_1)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοδιάζω''': [[διασκορπίζω]], Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) [[ἀποτίνω]], πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. [[αὐτόθι]] 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. [[ἔξοδος]] IV. 3) [[ἀναλίσκω]], δαπανῶ, [[ἐξοδιάζω]] ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
|lstext='''ἐξοδιάζω''': [[διασκορπίζω]], Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) [[ἀποτίνω]], πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. [[αὐτόθι]] 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. [[ἔξοδος]] IV. 3) [[ἀναλίσκω]], δαπανῶ, [[ἐξοδιάζω]] ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοδιάζω Medium diacritics: ἐξοδιάζω Low diacritics: εξοδιάζω Capitals: ΕΞΟΔΙΑΖΩ
Transliteration A: exodiázō Transliteration B: exodiazō Transliteration C: eksodiazo Beta Code: e)codia/zw

English (LSJ)

   A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.    2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).

German (Pape)

[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.———————— (II)
ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.