ὑποθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθάλπω''': μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς [[θερμαίνω]], ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) [[ἀνάπτω]], [[ἐξάπτω]] κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ὠδίν]]. ― Παθητ., καίομαι [[ὑποκάτωθεν]], τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.
|lstext='''ὑποθάλπω''': μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς [[θερμαίνω]], ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) [[ἀνάπτω]], [[ἐξάπτω]] κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ὠδίν]]. ― Παθητ., καίομαι [[ὑποκάτωθεν]], τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.
}}
{{bailly
|btext=échauffer doucement <i>ou</i> au fond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θάλπω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθάλπω Medium diacritics: ὑποθάλπω Low diacritics: υποθάλπω Capitals: ΥΠΟΘΑΛΠΩ
Transliteration A: hypothálpō Transliteration B: hypothalpō Transliteration C: ypothalpo Beta Code: u(poqa/lpw

English (LSJ)

   A heat inwardly, ὑπό μ' αὖ . . μανίαι θάλπουσ' A.Pr.878 (anap.); ὑ. τινὰ τέχνῃ Philostr.VA1.34; warm up, in literal sense, Ruf. Sat.Gon.22.    2 light or kindle secretly, ἐλπίδα τινός Ael.Fr. 306:—Pass., glow under, τέφρη (sc. ἁρπάζουσα) πῦρ ὑποθαλπόμενον AP12.92 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1217] ein wenig od. gelinde erwärmen; in tmesi bei Aesch., ὑπό μ' αὖ μανίαι θάλπουσι Prom. 880; τέφρῃ πῦρ ὑποθάλπεται Mel. 4 (XII, 92).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθάλπω: μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς θερμαίνω, ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) ἀνάπτω, ἐξάπτω κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὠδίν. ― Παθητ., καίομαι ὑποκάτωθεν, τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.

French (Bailly abrégé)

échauffer doucement ou au fond.
Étymologie: ὑπό, θάλπω.