εὐκτικός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκτικός''': -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ [[μέλη]] Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Διον. [[Θρᾷξ]] 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην. | |lstext='''εὐκτικός''': -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ [[μέλη]] Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Διον. [[Θρᾷξ]] 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui exprime un vœu, votif ; <i>t. de gramm.</i> ἡ εὐκτική ([[ἔγκλισις]]) l’optatif.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (εὐκτός)
A expressing a wish, in Gramm., ἐπίρρημα A.D.Synt.248.6, cf. Ph.1.541: -κή, ἡ (with or without ἔγκλισις), the optative mood, A.D.Synt.245.27, D.T.638.7, etc. Adv. -κῶς in the optative, Suid. s.v. ἀγαπῴην. 2 expressing a prayer or vow: -κόν, τό, utterance in the form of a prayer or wish, Stoic.2.61 (pl.); εὐ. ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.: so -κά, τά, Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B.; but, liturgy, Philostr. V A6.40, S.E.M.8.72. Adv. -κῶς in the form of a prayer, Theon Prog.5.
German (Pape)
[Seite 1064] ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτικός: -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ μέλη Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Διον. Θρᾷξ 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui exprime un vœu, votif ; t. de gramm. ἡ εὐκτική (ἔγκλισις) l’optatif.
Étymologie: εὔχομαι.