κολόκυνθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_23)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολόκυνθος''': καὶ -τος, ὁ, = [[κολοκύνθη]], -τη, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 587.
|lstext='''κολόκυνθος''': καὶ -τος, ὁ, = [[κολοκύνθη]], -τη, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 587.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολόκυνθος]] και [[κολόκυντος]], ὁ (Α)<br />[[κολοκύνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[κολοκύνθη]] με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολόκυνθος Medium diacritics: κολόκυνθος Low diacritics: κολόκυνθος Capitals: ΚΟΛΟΚΥΝΘΟΣ
Transliteration A: kolókynthos Transliteration B: kolokynthos Transliteration C: kolokynthos Beta Code: kolo/kunqos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολοκύνθη, AP9.532 tit., PLond.5.1881 (vi A.D.); κ. ἄγριος Ps.-Dsc.4.176:— written κολύκιντος PTeb.131 (ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1474] u. κολόκυντος, ὁ, = κολοκύνθη, vgl. Lob. zu Phryn. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κολόκυνθος: καὶ -τος, ὁ, = κολοκύνθη, -τη, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 587.

Greek Monolingual

κολόκυνθος και κολόκυντος, ὁ (Α)
κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους].