λειόβατος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειόβᾰτος''': ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων [[ὅμοιος]] νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[ῥίνη]] κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. [[αὐτόθι]] 319Ε.
|lstext='''λειόβᾰτος''': ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων [[ὅμοιος]] νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[ῥίνη]] κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. [[αὐτόθι]] 319Ε.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />raie, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόβᾰτος Medium diacritics: λειόβατος Low diacritics: λειόβατος Capitals: ΛΕΙΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leióbatos Transliteration B: leiobatos Transliteration C: leiovatos Beta Code: leio/batos

English (LSJ)

ὁ, a fish,

   A skate or ray, Pl.Com.137, Arist.HA566a32; another name for the ῥίνη acc. to Ath.7.312b: but distd. from the ῥίνη by Archestr.Fr.46.    II = ὁ ὁμαλὸς τόπος, Suid. Cf. λεώβατος.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

λειόβᾰτος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων ὅμοιος νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ῥίνη κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 319Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
raie, poisson.
Étymologie: λεῖος, βαίνω.