κλεψιτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_16)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψῐτόκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ τίκτουσα κρυφίως, Ὀππ. Κυν. 3. 11.
|lstext='''κλεψῐτόκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ τίκτουσα κρυφίως, Ὀππ. Κυν. 3. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεψιτόκος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]] και [[κυρίως]] ως επίθ. της Ρέας) αυτή που γεννά [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρενο</i>-[[τόκος]], <i>ονειρο</i>-[[τόκος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψιτόκος Medium diacritics: κλεψιτόκος Low diacritics: κλεψιτόκος Capitals: ΚΛΕΨΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: klepsitókos Transliteration B: klepsitokos Transliteration C: klepsitokos Beta Code: kleyito/kos

English (LSJ)

ον,

   A concealing offspring, Opp.C.3.11, Nonn.D.28.317.

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich gebärend, od. das Geborene entwendend, Rhea, Opp. Cyn. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ τίκτουσα κρυφίως, Ὀππ. Κυν. 3. 11.

Greek Monolingual

κλεψιτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα και κυρίως ως επίθ. της Ρέας) αυτή που γεννά κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, ονειρο-τόκος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].