ἑκηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκηβόλος''': Δωρ. ἑκᾱβόλος, ον, «παρὰ τὸ ἑκὰς βάλλειν» Εὐστ., ὁ μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]] βάλλων, κτυπῶν, «[[ἑκηβόλος]]· [[τοξότης]], [[μακροβόλος]], [[εὔστοχος]]» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[ἑκατηβόλος]], ἑκάεργος, [[ἕκαστος]] ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, (πιθανῶς οὕτω καλουμένου ὡς ἀοράτου ὄντος ἐν τῷ οὐρανῷ, Nitzsch Ὀδ. Γ. 279)· [[ὡσαύτως]] Ἑκηβόλος μόνον, Ἰλ. Α. 96· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[Ἑκάτη]]), Σοφ. Ἀποσπ. 357· ἑκηβόλοι Διὸς χέρες Εὐρ. Ἴων 213· τόξα Αἰσχύλ. Πρ. 711, Εὐμ. 628· σφενδόναι Εὐρ. Φοίν. 1142· [[ἔθνος]] ὀϊστῶν Ὀππ. Ἁλ. 4. 205: ― [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγ. πεζογράφοις ἑκ. ἄνδρες Πλουτ. Λούκουλ. 28. ― Ἐπίρρ. -λως Ἀθήν. 25D. Ὑπερθ. ἑκηβολέστατα, Ἀρχύτας παρ’ Ἰαμβλ. Προτρ. 4· ἀλλὰ τὸ ὁμαλόν ἑκηβολώτατα, Συνέσ. 269D.
|lstext='''ἑκηβόλος''': Δωρ. ἑκᾱβόλος, ον, «παρὰ τὸ ἑκὰς βάλλειν» Εὐστ., ὁ μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]] βάλλων, κτυπῶν, «[[ἑκηβόλος]]· [[τοξότης]], [[μακροβόλος]], [[εὔστοχος]]» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[ἑκατηβόλος]], ἑκάεργος, [[ἕκαστος]] ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, (πιθανῶς οὕτω καλουμένου ὡς ἀοράτου ὄντος ἐν τῷ οὐρανῷ, Nitzsch Ὀδ. Γ. 279)· [[ὡσαύτως]] Ἑκηβόλος μόνον, Ἰλ. Α. 96· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. [[Ἑκάτη]]), Σοφ. Ἀποσπ. 357· ἑκηβόλοι Διὸς χέρες Εὐρ. Ἴων 213· τόξα Αἰσχύλ. Πρ. 711, Εὐμ. 628· σφενδόναι Εὐρ. Φοίν. 1142· [[ἔθνος]] ὀϊστῶν Ὀππ. Ἁλ. 4. 205: ― [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγ. πεζογράφοις ἑκ. ἄνδρες Πλουτ. Λούκουλ. 28. ― Ἐπίρρ. -λως Ἀθήν. 25D. Ὑπερθ. ἑκηβολέστατα, Ἀρχύτας παρ’ Ἰαμβλ. Προτρ. 4· ἀλλὰ τὸ ὁμαλόν ἑκηβολώτατα, Συνέσ. 269D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance au loin <i>ou</i> qui frappe de loin ; <i>abs.</i> ὁ Ἑκηβόλος le dieu qui lance ses flèches de loin (Apollon).<br />'''Étymologie:''' [[ἑκάς]], [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκηβόλος Medium diacritics: ἑκηβόλος Low diacritics: εκηβόλος Capitals: ΕΚΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hekēbólos Transliteration B: hekēbolos Transliteration C: ekivolos Beta Code: e(khbo/los

English (LSJ)

Dor. ἑκᾱβόλος, ον, (ἑκών, βάλλω)

   A attaining his aim, epith. of Apollo, Il. 1.14, al. ; also Ἑκηβόλος alone, ib. 96, h.Ap.45, Pi. Pae.9.38, al. ; of Artemis, S. Fr.401 ; ἑκηβόλοι Διὸς χέρες E. Ion 213 (lyr.) ; τόξα A. Pr.711, Eu.628 ; σφενδόναι E. Ph.1142 ; ἔθνος ὀϊστῶν Opp. H.4.205 ; in later Prose, ἑ. βέλη Plb.13.3.4 ; μάχαι D.H. 10.16 ; ἑ. ἄνδρες Plu. Luc.28 ; τὰ ἑ. Onos. 20.1 ; τοξεύματα, ὅπλα, Ael. Tact.2.8, Arr. Tact.3.3 ; τοξόται καὶ ἑκηβόλοι Agath.3.17 : Dor. Sup. ἑκαβολέστατος Archyt. ap. Iamb. Protr.4. Adv. -ιως, τοξεύειν Ath. 1.25d. (Understood by later writers as far-shooting (ἑκάς).)

German (Pape)

[Seite 759] weit schießend, fern treffend (d. h. aus weiter Entfernung, unsichtbar, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 279), Apollo, Il. 1, 14 u. öfter; auch alleinstehend, der Ferntreffer, d. i. Apollo, Il. 1, 96 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 420. So Artemis, Soph. frg. 357. – Διὸς χέρες Eur. Ion 214; ἄνδρες Plut. Lucull. 28; τόξα Aesch. Eum. 598; σφενδόναι Eur. Phoen. 1142; μάχαι Dion. Hal. 10, 16, der es auch von Waffen braucht, 8, 84, wie Pol. 13, 3, 4. Einen superl. ἑκαβολεστάτα bildet Archyt. bei Iambl. protr. 4; aber ἑκηβολώτατα πέμπειν Synes. ep. 132. – Adv., ἑκηβόλως τοξεύειν, aus der Ferne schießen, Ath. I, 25 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβόλος: Δωρ. ἑκᾱβόλος, ον, «παρὰ τὸ ἑκὰς βάλλειν» Εὐστ., ὁ μακρὰν ἢ μακρόθεν βάλλων, κτυπῶν, «ἑκηβόλος· τοξότης, μακροβόλος, εὔστοχος» Ἡσύχ., ὡς τὸ ἑκατηβόλος, ἑκάεργος, ἕκαστος ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, (πιθανῶς οὕτω καλουμένου ὡς ἀοράτου ὄντος ἐν τῷ οὐρανῷ, Nitzsch Ὀδ. Γ. 279)· ὡσαύτως Ἑκηβόλος μόνον, Ἰλ. Α. 96· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. Ἑκάτη), Σοφ. Ἀποσπ. 357· ἑκηβόλοι Διὸς χέρες Εὐρ. Ἴων 213· τόξα Αἰσχύλ. Πρ. 711, Εὐμ. 628· σφενδόναι Εὐρ. Φοίν. 1142· ἔθνος ὀϊστῶν Ὀππ. Ἁλ. 4. 205: ― ὡσαύτως, παρὰ μεταγ. πεζογράφοις ἑκ. ἄνδρες Πλουτ. Λούκουλ. 28. ― Ἐπίρρ. -λως Ἀθήν. 25D. Ὑπερθ. ἑκηβολέστατα, Ἀρχύτας παρ’ Ἰαμβλ. Προτρ. 4· ἀλλὰ τὸ ὁμαλόν ἑκηβολώτατα, Συνέσ. 269D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance au loin ou qui frappe de loin ; abs. ὁ Ἑκηβόλος le dieu qui lance ses flèches de loin (Apollon).
Étymologie: ἑκάς, βάλλω.