διαστίζω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστίζω''': διὰ στιγμῆς [[διαχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]], θέτω [[σημεῖον]] στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, [[ποικίλλω]] διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
|lstext='''διαστίζω''': διὰ στιγμῆς [[διαχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]], θέτω [[σημεῖον]] στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, [[ποικίλλω]] διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διέστιξα;<br />séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστίζω Medium diacritics: διαστίζω Low diacritics: διαστίζω Capitals: ΔΙΑΣΤΙΖΩ
Transliteration A: diastízō Transliteration B: diastizō Transliteration C: diastizo Beta Code: diasti/zw

English (LSJ)

   A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c.    2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130.    3 brand, Just.Nov.115.4.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.

Greek (Liddell-Scott)

διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζωδιακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.

French (Bailly abrégé)

ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.