νυχθημερινός: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
(6_10) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυχθημερινός''': -ή, -όν, = [[νυχθήμερος]], Κλεομήδ. σ. 39. | |lstext='''νυχθημερινός''': -ή, -όν, = [[νυχθήμερος]], Κλεομήδ. σ. 39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυχθημερινός]], -ή, -όν (Α) [[νυχθήμερος]] (Ι)]<br />[[νυχθήμερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, = sq.,
A διάστημα Cleom.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νυχθημερινός: -ή, -όν, = νυχθήμερος, Κλεομήδ. σ. 39.
Greek Monolingual
νυχθημερινός, -ή, -όν (Α) νυχθήμερος (Ι)]
νυχθήμερος.