καμηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_14)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμηλάτης''': ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = [[καμηλίτης]].
|lstext='''καμηλάτης''': ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = [[καμηλίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλάτης]], ὁ (Α)<br />[[οδηγός]] καμήλας, [[καμηλιέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμηλ</i>-[[ελάτης]] (με [[απλολογία]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-[[ελάτης]], <i>ταυρ</i>-[[ελάτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλάτης Medium diacritics: καμηλάτης Low diacritics: καμηλάτης Capitals: ΚΑΜΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: kamēlátēs Transliteration B: kamēlatēs Transliteration C: kamilatis Beta Code: kamhla/ths

English (LSJ)

(for Καμηλελάτης), ου, ὁ,

   A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.

Greek Monolingual

καμηλάτης, ὁ (Α)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμηλ-ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + -ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ελάτης, ταυρ-ελάτης].